ἀγκυλητοί

ἀγκυλητοί
ἀγκυλητός
thrown from the bent arm
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγκυλητός — ἀγκυλητός, ή, όν (Α) [ἀγκυλοῡμαι] 1. φρ. «ἀγκυλητοὶ κόσσαβοι», το παιχνίδι κότταβος* ή κόσσαβος, επειδή αυτοί που τό έπαιζαν έκαμπταν τον βραχίονα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγκυλητόν το ακόντιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”